Στρελίτζας-Μπαθάς Θεοφάνης
1559
Στοιχείο: Hρακλείου
Στοιχείο: Ηράκλειο
Στοιχείο: Όπως διαπιστώθηκε στο προτασσόμενο σημείωμα, η οικογένεια των Στρελίτζα-Μπαθά ανήκει στην κατηγορία των ζωγράφων που καταφεύγουν από την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα στην βενετοκρατούμενη Κρήτη και ριζώνουν εκεί. Δεν είναι παράλογο να θεωρήσει κανείς ότι ο ζωγράφος Θεοφάνης Στρελίτζας, ο λεγόμενος Μπαθάς, είναι γόνος της ίδιας καλλιτεχνικής οικογένειας. Την άποψη αυτή ενισχύει η επικρατούσα στην Κρήτη συνήθεια, σύμφωνα με την οποία πολλά μέλη μιάς οικογένειας ασκούν το ίδιο επάγγελμα που το μεταβιβάζουν διαδοχικά στους απογόνους τους. Θα δούμε ότι αυτό συμβαίνει και στην οικογένεια του ίδιου του Θεοφάνη, αλλά και στην ευρύτερη καλλιτεχνική οικογένεια των Μπαθάδων (βλ. αντίστοιχα λήμματα). Η πρώτη μνεία του ζωγράφου Θεοφάνη βρίσκεται στην ανορθόγραφη κτητορική επιγραφή του 1527, που βρίσκεται στο καθολικό της μονής του Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά στα Μετέωρα (βλ. τοιχ. 1). Για τις δραστηριότητες του Θεοφάνη από το 1527 έως το 1535 δεν έχομε, ώς τώρα, καμιά πληροφορία. Το 1535, όταν οικουμενικός πατριάρχης ήταν ο Ιερεμίας Α΄, ο Θεοφάνης είχε ήδη αποκτήσει αρκετή φήμη, ώστε αυτόν να καλέσουν στο μεγάλο μοναστήρι του Αγίου Όρους, στη μονή της Μεγίστης Λαύρας, να εκτελέσει τις τοιχογραφίες του καθολικού, μεγάλης τρίκογχης βυζαντινής εκκλησίας με νάρθηκα, που είχε χτίσει στα 1004 ο ιδρυτής της Λαύρας άγιος Αθανάσιος (βλ. τοιχ. 2). Η κτητορική επιγραφή είναι λογιότατη εδώ, γι\'αυτό πιστεύομε ότι το κείμενό της οφείλεται στο χορηγό της δαπάνης για την τοιχογράφηση, τον αθηναίο Νεόφυτο, μητροπολίτη Βεροίας, μορφωμένο ιεράρχη, εξόριστο τότε στη Λαύρα. Στη λογιότατη αυτή επιγραφή μνημονεύεται ο ζωγράφος πολύ λιτά: διά χειρός κυρού Θεοφάνη μοναχού. Σ\'αυτήν τη λιτότητα, σε σχέση με τη φλύαρη και σόλοικη διατύπωση του 1527, αλλά και στο προσηγορικό κυρού, διακρίνεται η ένδειξη ότι η φήμη του ζωγράφου είχε γίνει εν τω μεταξύ τόσο στερεή, ώστε περίττευαν τα οικογενειακά ονόματα και η πατρίδα. Ανάλογης σημασίας είναι και η σπάνια περίπτωση του κρητικού ζωγράφου Αγγέλου, τον 15ο αιώνα, και του Δομήνικου, τον 16ο. Σημειώνεται ακόμη ότι σε αναφορές λαυρεωτικού κώδικα, που αφορούν στο ζωγράφο μας, αναφέρεται ως ο διδάσκαλος. Ενδιαφέρει επίσης ότι τον ίδιο χρόνο, το 1535, σύμφωνα με ανέκδοτο σημείωμα του ίδιου κώδικα, στήνεται από ένα μοναχό στο καθολικό της μονής καινούριο ξύλινο εικονοστάσιο, που ξέρομε ότι πρέπει να έκρυβε το αρχικό μαρμάρινο τέμπλο του 11ου αιώνα. Επιβεβαιώνεται έμμεσα ότι είναι έργα του Θεοφάνη οι εικόνες που έγιναν τότε, προσαρμοσμένες στις διαστάσεις του νέου εικονοστασίου, δεσποτικές, δωδεκάορτο, καθώς και ο μεγάλος σταυρός με τα δύο λυπηρά που έχουν σωθεί σε λαμπρή κατάσταση, έργα που τα είχαμε ήδη όλα αποδώσει στο Θεοφάνη (1969). Στον ίδιο ζωγράφο έχουν αποδοθεί, χωρίς τούτο να έχει γίνει ως τώρα αποδεκτό από όλους, και οι τοιχογραφίες στην Τράπεζα της Λαύρας, που σκεπάζουν τις τεράστιες εσωτερικές επιφάνειες, καθώς και όλη την πρόσοψη. Σύμφωνα με τα έντυπα Προσκυνητάρια, ο μεγάλος φίλος και χορηγός της Λαύρας μητροπολίτης Σερρών Γεννάδιος έχει ανακαινίσει τη στέγη της Τράπεζας και έχει χορηγήσει για τις τοιχογραφίες της. Μαρτυρεί γι\'αυτό η απεικόνισή τους ως κτήτορα, μαζί με τους αρχικούς κτήτορες και χορηγούς, στην πρόσοψη, κρατώντας το κτίριο της Τράπεζας με δίριχτη στέγη τον προστατεύουν οι άγιοι Θεόδωροι, πολιούχοι των Σερρών, και τον παραστέκουν ο κτήτωρ άγιος Αθανάσιος, καθώς και οι αρχικοί χορηγοί της μονής, αυτοκράτορες Ν. Φωκάς και Ι. Τσιμισκής. Η χρονιά που έγιναν οι εργασίες αυτές έχει αμφισβητηθεί -1512, 1522, 1535-, αλλά η πρόσφατη δημοσίευση της επιγραφής σε σανίδα, επίθετης σε δοκάρι της Τράπεζας, με τη χρονολογία ΕΤΟΥΣ, ΖΛΕ΄ (1527) επιβεβαιώνει την παραγνωρισμένη πληροφορία του Μ. Γεδεών ότι την αντικατάσταση της τρουλλωτής στέγης με δίρριχτη έκαμε ο Γεννάδιος, ύστερα από το σεισμό του 1526. Η τοιχογράφηση όμως είναι τώρα βέβαιο ότι άρχισε μετά το 1535 και ότι τελείωσε μετά το έτος θανάτου του γενναιόδωρου μητροπολίτη (1541), όπως υποδηλώνεται από την παράσταση του ιεράρχη με φωτοστέφανο, ένδειξη ότι είχε ήδη αφήσει τα εγκόσμια, όταν ζωγραφιζόταν το τμήμα αυτό του εξωτερικού τοίχου. Σημειώνεται ότι ο Σερρών Γεννάδιος δεν είχε πάψει να παρέχει δωρεές πρός το μοναστήρι έως το τέλος του βίου του (κώδικας αδελφάτων Μεγίστης Λαύρας, αρ. 18). Αλλά και τα περιστατικά του βίου του Θεοφάνη συμφωνούν με την άποψη αυτή, γιατί ο ίδιος το 1536 γίνεται αδελφός της μονης, όπου διαμένει μαζί με τα δύο παιδιά του έως το 1543. Θα ήταν άλλωστε περίεργο να αναθέσει τότε η μονή σε άλλο ζωγράφο την εκτέλεση αυτού του τεράστιου έργου. Πραγματικά μιά σειρά σημειωμάτων στον κώδικα των αδελφάτων της μονής μας παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τις σχέσεις του Θεοφάνη και των παιδιών του με το μοναστήρι. Το 1536 ο κυρ Θεοφάνης ο ζωγράφος αποκτά ένα κάθισμα στη Λαύρα, για να το έχει επί ζωής αυτού αυτός και οι παίδες αυτού. Το 1540 τον Φεβρουάριο, καθώς έχει, φαίνεται, εργασθεί αποδοτικά στην Τράπεζα και αλλού, μπορεί ο ζωγράφος να δώσει 10.000 άσπρα για να αποκτήσει ένα άλλο, προφανώς καλύτερο, κάθισμα, με αμπέλι και περιβόλι, και ακόμη πεντακόσια άσπρα για να αποκτήσει και μιά παραθαλάσσια καύγια, να την έχει αυτός και τα παιδιά του. Μόλις τον Οκτώβριο του 1540, όταν, φαίνεται, τα δύο παιδιά του έχουν μεγαλώσει αρκετά, αγοράζει γι\'αυτά από το μοναστήρι δύο αδελφάτα, δηλαδή δικαιώματα κατοικίας και συντήρησης από τη μονή, και ένα τρίτο αδελφάτο για εκείνον που μελλοντικά θα τους θάψει. Συμπεραίνομε ότι ο Θεοφάνης προγραμματίζει να ζήσουν αυτός και τα παιδιά του και να πεθάνουν όλοι εκεί. Για λόγους που δεν ξέρομε, ίσως επαγγελματικούς, αλλάζει μετά τρία χρόνια (1543) το αρχικό αυτό πρόγραμμα και αποφασίζει να εγκατασταθεί στις Καρυές, το διοικητικό και εμπορικό κέντρο του Όρους, χωρίς όμως να κόψει του δεσμούς του με τη Λαύρα. Γι\' αυτό ανταλλάσσει όλα του τα κτήματα, μέσα κι έξω από το μοναστήρι, μ\'ένα κελλί της Λαύρας στις Καρυές, που λέγεται Πύργος, καθώς και με λιβάδια και περιβόλια της περιοχής. Αυτά θα τα κρατήσει έως ότου φύγει για τελευταία φορά για την πατρίδα του, το Ηράκλειο της Κρήτης. Είναι δύσκολο να μαντέψομε, πότε έγινε η οριστική αποχώρηση του Θεοφάνη από το Όρος, αλλά φαίνεται ότι, όταν έφυγε, είχε δηλώσει ότι θα ξαναγυρίσει, γιατί μόνον τον Αύγουστο του 1559, δηλαδή αρκετούς μήνες μετά το θάνατό του -τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους στο Ηράκλειο- η μονή μεταβιβάζει σε άλλο μοναχό το κελί του Πύργου, όπερ είχεν ο κυρ Θεοφάνης ο ζωγράφος. Πάντως, όπως θα δούμε αμέσως, είχε πάρει μαζί του φεύγοντας όσα μετρητά και πολύτιμα πράγματα είχε συγκεντρώσει στο Άγιον Όρος. Στο Ηράκλειο ο Θεοφάνης είχε πάει τουλάχιστον μία φορά, γιατί σύμφωνα με ανέκδοτο έγγραφο των νοταριακών αρχείων του Ηρακλείου, το 1552 είχε δανείσει στον ηρακλειώτη Αντώνιο Βασμούλο χρηματικό ποσό 400 δουκάτων, το οποίο εξοφλήθηκε τον επόμενο χρόνο από το γιό του Βασμούλου και τις συναλλαγματικές επέστρεψε ο γιός του Θεοφάνη, Συμεών, προφανώς γιατί ο ίδιος έλιπε. Τα σχετικά με το θάνατο του Θεοφάνη στο Ηράκλειο και τα κληρονομικά ζητήματα των παιδιών του μας πληροφορούν μιά σειρά από νοταριακά έγγραφα, που έγιναν στο Ηράκλειο και βρίσκονται τώρα στα βενετικά αρχεία. Ο Θεοφάνης έκανε το τεσταμέντο, διά χειρός του κυρ Μανουήλ Ζάμορου(1), γνωστού νοταρίου του Ηρακλείου, στις 24 Φεβρουαρίου 1559. Πέθανε την ίδια ημέρα και αυθημερόν ο ίδιος νοτάριος έκανε το ινβεντάριόν του. Και τα δύο αυτά πολύτιμα κείμενα, όπου θα ήταν καταγραμμένα όλα τα υπάρχοντα του Θεοφά-νη, δεν σώθηκαν, αλλά μαθαίνομε έμμεσα γι\'αυτά από τα νοταριακά έγγραφα, που σχετίζονται με την εκτέλεση της διαθήκης. Το πρώτο που συνάγεται είναι ότι ο Θεοφάνης είχε συγκεντρώσει αξιόλογη κινητή περιουσία -η ακίνητη στο Άγιον Όρος δεν μεταβιβάζεται- που αποτελείται από κρασιά, ρούχα και μασαρία (έπιπλα), πράγματα που προϋποθέτουν ότι ο Θεοφάνης διέθετε ήδη μονιμότερη εγκατάσταση και στο Ηράκλειο. Αλλά το κύριο περιουσιακό στοιχείο πρέπει να ήταν τα χρυσά νομίσματα, δουκάτα χρυσά, μοτζενίγοι και αγιοκωνσταντινάτα, καθώς και ασήμι και ένας μαστραπάς αργυρός, όλος λαβοράδος και παραχρυσωμένος. Το ποσόν των χρυσών νομισμάτων είναι άγνωστο, αλλά για να κληροδοτήσει στο νοτάριο που έγραψε τη διαθήκη του διά την ψυχήν του, όταν ήταν ήδη ετοιμοθάνατος, 60 υπέρπυρα, πρέπει να ήταν πολύ σημαντικό. Τα υπόλοιπα τα μοιράζονται τα παιδιά του, ο Συμεών και ο Νεόφυτος, καλόγεροι και ζωγράφοι και οι δύο, με τη διαφορά ότι ο Νεόφυτος, ως δευτερότοκος, παίρνει μόνο τα μισά μετρητά, ενώ ο Συμεών, ως πρωτότοκος, παίρνει και όλα τ\'άλλα , ακίνητα και κινητά. Φαίνεται ότι το μερίδιο της κληρονομιάς επιτρέπει τουλάχιστον στον Συμεών να εμφανίζεται τον επόμενο χρόνο, το 1560, με ιδιόκτητα σπίτια στο Ηράκλειο, που νοικιάζει και ξενοικιάζει. Θα μπορούσε να λογαριάσει κανείς ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία του Θεοφάνη, στα οποία θα πρέπει να προστεθούν και όσα είχε παλαιότερα ξοδέψει στο Άγιον Όρος, για να μπορεί με τρόπο άνετο να διαβιώνει εκεί με τα παιδιά του, αλλά και όσα είχε δανείσει στον Βασμούλο, πρέπει να προέρχονται από σημαντικής έκτασης παραγωγή τοιχογραφιών και φορητών εικόνων, πολύ μεγαλύτερη από αυτή που είμαστε σε θέση να του αποδώσουμε σήμερα. Τα έργα αυτά ή λανθάνουν ή έχουν καταστραφεί. Πάντως, το έως τώρα γνωστό έργο του αποτελεί το πιό επιβλητικό σύνολο της εποχής του αλλά και το πιό σημαντικό από κάθε άποψη. Συνοψίζοντας τα σχετικά με τα βιοτικά του Θεοφάνη, συμπεραίνομε ότι ο ζωγράφος πρέπει να γεννήθηκε στο Ηράκλειο μέσα στην τελευταία δεκαπενταετία του 15ου αιώνα, ότι ακολούθησε το οικογενειακό επάγγελμα, μαθητεύοντας ίσως σε οικογενειακό εργαστήρι, και ότι σε κατάλληλη ηλικία παντρεύτηκε και απόκτησε δύο παιδιά, τον Συμεώνα και τον Νήφο-Νεόφυτο. Έπειτα, για κάποιο λόγο -θάνατος της συζύγου;- έγινε μοναχός. Αυτά έχουν συμβεί πρίν από το 1527, χρονιά, που όπως ξέρομε, είχε ήδη καλογερέψει. Στα χρόνια που μεσολάβησαν έως την επιστροφή και το θάνατό του στην Κρήτη πρέπει να εργάσθηκε και σε άλλους τόπους. Δεχόμαστε επιστροφή στα Μετέωρα και πιθανή μετάβαση στην Κύπρο (μονή Χρυσοστόμου), ίσως και αλλού, για να ζωγραφίσει τοιχογραφίες και εικόνες. Πολύ πιθανό φαίνεται, τώρα, να επέστρεφε κατά διαστήματα στο Ηράκλειο. Τη σκέψη αυτή ενισχύει, όχι μπονο η μαρτυρημένη μετάβασή του στο Ηράκλειο το 1552, αλλά και η διαπίστωση ότι, τουλάχιστον τον τελευταίο καιρό της ζωής του, διέθετε εγκατάσταση και στο Ηράκλειο. Δεν είναι εξάλλου άσχετη και η παλαιότερη παρατήρηση για την αδιάκοπη συνάφεια της τέχνης του με εκείνη των ζωγράφων εικόνων που έμεναν στην Κρήτη (Millet), συνάφεια που μαρτυρεί συνεχείς και στενές επαφές.
Έργο τέχνης
Το πρόγραμμα αποσκοπεί στη δημιουργία ενός Αρχείου για τους Έλληνες Ζωγράφους μετά την Άλωση (1450-1830), που περιλαμβάνει τα βιογραφικά τους στοιχεία και πλήρη κατάλογο των έργων τους, φορητών εικόνων και τοιχογραφιών, των οποίων δεν έχει γίνει καμία συστηματική καταγραφή στην Ελλάδα.
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών / Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
Ευγενία Δρακοπούλου
Στρελίτζας-Μπαθάς Θεοφάνης
Βυζαντινή ζωγραφική
Βυζαντινή τέχνη
Ζωγράφοι
Θρησκευτικές τέχνες
Χριστιανική τέχνη