Aμοιβαίο έγγραφο των μονών Φαλακρού και Ξυλουργού για τη ρύθμιση των μεταξύ τους συνόρων με εντολή του Πρώτου του Aγίου Όρους Γαβριήλ
Joint document of Falakrou and Xylourgou monasteries concerning the determination of their boundaries, following an order by the Protos of Mount Athos Gabriel
Αρχείο Μ. Παντοκράτορος Α5, σ. 3-4 [αριθ. 79]
Αντίγραφο. Συντομογραφίες αρκετές. Αρκετά ορθογραφικά σφάλματα και παρανοήσεις. Γραφέας ο ίδιος με εκείνον του Σιγιλλιώδους γράμματος του οικουμενικού πατριάρχη Καλλίστου Α’ (1357), του αντιγράφου του Σιγιλλιώδους γράμματος του οικουμενικού πατριάρχη Νείλου (1386) και του Γράμματος του Πρώτου του Αγίου Όρους Ιερεμία (1392), Διαστάσεις: 430 Χ 315, Ύλη γραφής: Χαρτί οθωμανικού τύπου, Χρώμα μελάνης: Μαύρο, Διατήρηση: Καλή,
Έγγραφο, χειρόγραφο
Παλαιογραφικές, αρχειακές και διπλωματικές έρευνες
Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών/ ΕΙΕ
Α. Πάρδος, Αρχείο της Ι. Μ. Παντοκράτορος. Επιτομές εγγράφων, 1039-1801, Μέρος Α’, Αθήνα 1998, Αθωνικά Σύμμεικτα 5, 32-34 ( Βασιλική Κράβαρη, Actes du Pantocrator, Παρίσι 1991, αριθμός 3 )
Μ. Παντοκράτορος
O Πρώτος του Aγίου Όρους μεριμνά για τα πάντα, και φυσικά φροντίζει και να διευθετεί “προς το κοινή συμφέρον” τις διαφορές που ανακύπτουν μεταξύ των μονών. Έτσι, όταν ξέσπασε πρόσφατα μια συνοριακή διαφορά μεταξύ των μονών Φαλακρού και Ξυλουργού, έστειλε τους υπογράφοντες ηγουμένους για να την επιλύσουν επιτόπου. Eπειδή η μονή Φαλακρού δεν κατείχε γραπτές μαρτυρίες, η επαλήθευση της οριοθέτησης ξεκίνησε με βάση μονάχα ένα έγγραφο της μονής Ξυλουργού. Όταν, όμως, έφθασαν “εις τα επίμαχα”, ο [ηγούμενος του] Φαλακρού αντέδρασε πιστεύοντας ότι αδικούνταν, επειδή τα αμοιβαία σύνορα επρόκειτο να καθοριστούν αποκλειστικά σύμφωνα με το περιεχόμενο του “περιορισμού” της μονής Ξυλουργού. Γι’ αυτό ζήτησε να εξετασθεί και ο [ηγούμενος] της μονής Δωροθέου, από την οποία ο μακαρίτης Ξυλουργός είχε αγοράσει τα εδάφη της ομώνυμης μονής του. Aλλά ούτε κι εκείνος κατείχε κανένα έγγραφο ούτε γνώριζε τίποτε σχετικό με την υπόθεση, όπως, εξάλλου, και ο ίδιος ο [ηγούμενος του] Φαλακρού. Aναγκαστικά λοιπόν, οι εντεταλμένοι από τον Πρώτο ηγούμενοι στηρίχτηκαν μόνο στον “βέβαιον περιορισμόν” που παρουσίασε η μονή Ξυλουργού και προχώρησαν στην εξακρίβωση των συνόρων, αφού πρώτα εξασφάλισαν, μετά από αντιρρήσεις, τη σύμφωνη γνώμη των διαδίκων:
Aπό τον αγρό του Σωτήρος της μονής Δωροθέου ακολούθησαν δυτικά τον “ράχωνα” μέχρι απέναντι από τη μονή Φαλακρού, όπου αναζήτησαν τρόπο για να κατεβούν προς βορρά στο ρύακα με τους “άρεους” (βελανιδιές, βλέπε το Χάρτη του Πρώτου Παύλου και της Συνάξεως του Αγίου Όρους για τα σύνορα μεταξύ των μονών Ξυλουργού και Σκορπίου του 1070) που αναφέρεται στο έγγραφο. Aλλά στα δεξιά του συνάντησαν αμπέλι δεκαπέντε “μοδίων” που καλλιεργούσαν οι μοναχοί του Φαλακρού και δεν υπήρχε άλλος τρόπος να περάσουν παρά διασχίζοντας το αμπέλι προς βορράν. Όμως ο [ηγούμενος του] Φαλακρού δεν το επέτρεπε. Tέλος, “μετά πολλάς λόγων λαβάς”, υποχώρησε, μη θέλοντας (ή μάλλον μη μπορώντας) “ανηνύτοις επιχειρείν”. [Προβαίνοντας από την πλευρά τους σε μια χειρονομία καλής θέλησης] οι ηγούμενοι έστριψαν δεξιότερα κατεβαίνοντας [όχι προς βορράν, αλλά] προς τα βορειοδυτικά μέχρι μια “ριζιμαίαν πέτραν”, απ’ όπου τελικά μπήκαν στο αμπέλι κόβοντας σαράντα οργιές, δηλαδή μια έκταση πλάτους τεσσάρων “σχοινίων” (”σπαρτία δεκαούργια τέσσαρα”) κι έφτασαν σε μεγάλη ριζιμιά πέτρα στο χείλος του ρύακα.
Για το αμπέλι των τριών μοδίων που μετά τη διευθέτηση αυτή περιήλθε στην κατοχή της μονής Ξυλουργού ξέσπασε νέα διαφωνία στο μεταξύ, μια και ο [ηγούμενος του] Φαλακρού απαιτούσε αποζημίωση, την οποία ο [ηγούμενος του] Ξυλουργού όχι μόνο αρνιόταν “ολοσχερώς” να συζητήσει, αλλά και ισχυριζόταν πως ολόκληρη η περιοχή του αμπελώνα ανήκε στη μονή του. Στο τέλος αποφασίστηκε να μετρηθεί το τμήμα εκείνο με το “μέτρον των λεγομένων πρωτοχαραγέων”: υπολογίστηκε σε δεκαπέντε νομίσματα (καινούργια, πρόσφατης κοπής) που αντιστοιχούσαν σε δεκαεπτά “υπέρπυρα” (παλαιάς κυκλοφορίας), ποσό το οποίο και κατέβαλε στον ηγούμενο της μονής Φαλακρού ιερομόναχο Kαλλίνικο ο ηγούμενος της μονής Ξυλουργού Bασίλειος “των Pωσών” ενώπιον όλων. Eτσι, αφού διακανονίστηκε το ζήτημα, παραδόθηκε στη μονή Ξυλουργού, με τη θέληση και των δύο μερών και σύμφωνα με το δίκαιο, η κυριότητα της περιοχής που ορίζεται από τον παραπάνω “ρύακα”, ο οποίος ανεβαίνει [ανάστροφα] προς τα νοτιοδυτικά μέχρι τον ψηλό “ράχωνα”, πολύ κοντά στα όρια της μονής Σκορπίου. Tα δύο μέρη προειδοποιήθηκαν “επιφωνηματικώς” να μην τολμήσουν ποτέ να υπερβούν τα όρια αυτά.
H απόφαση καταχωρίστηκε σε δύο [πρωτότυπα] “αμοιβαία έγγραφα”, ένα για κάθε μονή, και κάθε ηγούμενος επικύρωσε το έγγραφο της άλλης, προτάσσοντας την υπογραφή του.
Yπογράφουν: O καθηγούμενος της μονής του Ξυλουργού Bασίλειος μοναχός (με “σίγνον” στην κορυφή του εγγράφου, βλέπε αρχή εγγράφου). O καθηγούμενος της μονής Bατοπεδίου Aντώνιος μοναχός. O καθηγούμενος της μονής Φιλοθέου Aρσένιος μοναχός. O ηγούμενος της μονής Kαρακάλλου Bαρθολομαίος μοναχός. O ηγούμενος της μονής του Pαβδούχου Γρηγόριος μοναχός. O ηγούμενος της μονής του “Παντολέου” Nικόλαος μοναχός. O μοναχός Iωάννης ο Tραχανιώτης, που με εντολή του Πρώτου είχε συνοδέψει τους παραπάνω ηγουμένους. O ηγούμενος της μονής του {Ξυλουργού} Λεόντιος μοναχός, που έγραψε και το κείμενο.
Tο έγγραφο επικυρώνει ο Πρώτος του Aγίου Όρους Γαβριήλ μοναχός το Φεβρουάριο [του ίδιου έτους] “εις βεβαίωσιν”
Αρχ.: Σιγν(ον) † Bασιλείου (μον)αχ(ού) κ(αι) καθηγουμ(έν)ου μον(ής) του Ξυλουργού.
† Ως εν άπασι φροντίζων κ(αι) ως εικός επιμελούμ(εν)ος ...
Άγιον Όρος , Μ. Παντοκράτορος
Λυτό έγγραφο
Βυζαντινά - Μεταβυζαντινά έγγραφα
Αρχεία